Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

O Γιάννης Τσαρούχης(μια εργασία των μαθητών:Κοτίτσα Δημήτρη & Λαβού Νίκου)

O Γιάννης Τσαρούχης
Ο Γιάννης Τσαρούχης θεωρείται από πολλούς ο γνωστότερος Ελληνας ζωγράφος του 20ού αιώνα. Σίγουρα, ήταν μία από τις πιο αξιομνημόνευτες, πολύπλευρες και ισχυρές προσωπικότητες της ελληνικής τέχνης, ανοιχτός στη γνώση. Κοσμοπολίτης και ελληνολάτρης, μοντέρνος και παραδοσιακός, καλλιτέχνης και διανοούμενος, πολυμαθής γνώστης των αρχών που διέπουν την ιστορία, την κοινωνία, τον άνθρωπο και τον πολιτισμό. Γλυκύς και είρων, λιτός και αισθησιακός, συντηρητικός και επαναστάτης, αποτέλεσε ένα από τα πλέον δημιουργικά μέλη της γενιάς του '30. Το διπλό νήμα, του κοσμοπολιτισμού και της παράδοσης, διαπερνά και χαρακτηρίζει ολόκληρο το έργο του, που διαμορφώνεται από μία εκλεκτική σύνθεση στοιχείων ελληνικών και ευρωπαϊκών, παραδοσιακών και μοντέρνων, υφασμένων γύρω από μιαν αντρική, κυρίως, λαϊκή ανθρωπότητα, η οποία διασχίζει το ζωγραφικό χώρο και τον ιστορικό χρόνο μέσα από διάφορους τρόπους αναπαράστασης.

Παράλληλα με τη ζωγραφική, ο Γιάννης Τσαρούχης καλλιέργησε με πολλή επιτυχία και την αγάπη του για το θέατρο. Επιλεκτικά αναφέρουμε τα σκηνικά και κοστούμια της «Ερωφίλης» που ανέβασε το 1934 σε συνεργασία με τον Κάρολο Κουν. Μαζί με τους Κουν και Δ. Δεβάρη υπήρξαν από τους συνιδρυτές της Λαϊκής Σκηνής. Οι «Ορνιθες», για τους οποίους έκανε τα σκηνικά και τα κοστούμια, με μουσική Μάνου Χατζιδάκι και χορογραφία Δώρας Στράτου, υπήρξαν μία από τις επιτυχέστερες θεατρικές παραστάσεις έργου του Αριστοφάνη. Οι «Τρωάδες», τις οποίες σκηνοθέτησε ο ίδιος, υπήρξαν μία από τις σημαντικότερες προτάσεις ανεβάσματος αρχαίας τραγωδίας, ενώ η όπερα «Μήδεια» με την Μαρία Κάλλας, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή και κοστούμια Φράνκο Τζεφιρέλι, τον οδήγησε σε διεθνείς επιτυχίες.
Το έργο του Τσαρούχη όμως, πέραν των τεχνοτροπικών του αναζητήσεων, ξεχειλίζει από μια ακόρεστη δίψα για την οπτική ενσάρκωση μιας ψυχικής διάθεσης. Η ελληνικότητα, η επιστροφή στις ρίζες, στην αδιάσπαστη ενότητα του ελληνισμού  εμπεριέχεται σε κάθε βήμα, σε κάθε πειραματισμό του πινέλου αυτού του μεγάλου καλλιτέχνη. Ο Τσαρούχης, ως γνήσιος κληρονόμος ενός πολιτισμού, δεν έδωσε υπόσταση μόνο στον πλούτο του εσώτερου εαυτού του αλλά και σε μια εποχή ολόκληρη που μαστίζεται από πολιτικές και κοινωνικές αναταράξεις διαμορφώνοντας την αισθητική των Νεοελλήνων περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον.

Ο Γιάννης Τσαρούχης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1910, και ήταν ο δεύτερος γιος του εμπόρου Αθανασίου Τσαρούχη από την Αρκαδία και της Μαρίας Μοναρχίδη με καταγωγή από τα Ψαρά. Το νεοκλασικό κτίριο στο οποίο είδε για πρώτη φορά το φως, στη συμβολή της λεωφόρου Βασιλέως Γεωργίου με την οδό Λουκά Ράλλη δεν υφίσταται πια. Μέρος των παιδικών του χρόνων (1920-1925), ο μεγάλος αυτός Πειραιώτης ζωγράφος, το πέρασε στην πολυτελή οικία (έπαυλη) της οικογενείας Μεταξά, κοντά στη θεία του Δέσποινα Μεταξά, η οποία ήταν αδερφή της μητέρας του. Παρότι η οικογένεια Τσαρούχη μετακόμισε το 1927 στην Αθήνα, ο Πειραιάς ρίζωσε βαθιά μέσα στον καλλιτέχνη, τόσο για το μεγαλοαστικό περιβάλλον στο οποίο ανατράφηκε και τον επηρέασε καλλιτεχνικά, όσο και για τις φτωχές λαϊκές συνοικίες όπου συχνά πραγματοποιούσε αποδράσεις κατά τα παιδικά του χρόνια
Μέχρι το 1929 διαμορφώνεται το πρώιμο έργο του στο οποίο προσεγγίζει περισσότερο τον ανατολίτικο εξπρεσιονισμό, τον οποίο ποτέ ουσιαστικά δεν εγκατέλειψε. Την ίδια περίοδο κάνει και τις πρώτες του σκηνογραφικές μελέτες για την «Πριγκίπισσα Μαλέν» του Μέτερλινγκ που σκηνοθετεί ο Φώτος Πολίτης. Το θέατρο με το σκηνοθετικό και το σκηνογραφικό του χώρο, με την εγγενή δυνατότητα για μεταμόρφωση, τον μάγευε. Ως μαθητής του Παρθένη και του Κόντογλου από το 1931 έως το 1934, δέχτηκε επιρροές τόσο από τις νέες τάσεις των ιμπρεσιονιστικών και  μεταιμπρεσιονιστικών κινημάτων, όσο και από τη λαϊκή παράδοση και τη βυζαντινή τεχνοτροπία. Αισθάνεται μάλιστα πλησιέστερα στα έργα της δεύτερης περιόδου του δάσκαλού του Παρθένη, που θυμίζουν τους «παλιούς βυζαντινούς εικονιστές και ψηφιδογράφους», με τα θέματά τους που «αγγίζουν την ανατολίτικη αισθηματολογία». Η περίοδος της μαθητείας του δε κοντά στον Κόντογλου, όπου η υστεροβυζαντινή περίοδος με τα νεοελληνικά στοιχεία της, τα συναξάρια και τα παραμύθια της Ανατολής κεντρίζουν τη φαντασία του. Υπήρξε μάλιστα και βοηθός του για κάποιο διάστημα. «Το Βυζάντιο είναι ο αρχαίος κόσμος όπως διεσώθη με τα τραύματα της μοίρας» θα γράψει στην «Επιθεώρηση Τέχνης» το 1964. 
Ιδιαίτερη αίσθηση έκαναν στον Τσαρούχη οι φιγούρες του θεάτρου σκιών του Καραγκιόζη, κυρίως μέσα από το ιδίωμα του Σπαθάρη και τις αφίσες του Δεδούσαρου, ενώ μελετούσε και την αρχαία ελληνική τέχνη, με βαθιά πίστη στην ενότητα που διαπνέει το ελληνικό πνεύμα και στις ρίζες όλης της νεότερης δυτικής τέχνης σ΄ αυτό. Στους τύπους του θεάτρου σκιών, με τις δισδιάστατες αεικίνητες φιγούρες,, όπως και στις εικόνες της αγιογραφίας, έβλεπε ότι μπορούσε «μέσα από ατέλειωτες θυσίες μορφών, να επιζήσει ο ελληνικός έρως και η ιερή πίστη, στον άνθρωπο των ανατολιτών», όπως είχε πει το 1964. Ο πολυμήχανος Καραγκιόζης με ότι τον συνιστά, ενσαρκώνει για το ζωγράφο τα ιδιοσυγκρασιακά γνωρίσματα του αστικοποιημένου Έλληνα ενώ ταυτόχρονα τα παρωδεί, όντας την ίδια στιγμή θύτης και θύμα των καταστάσεων από τις οποίες επιβιώνει παρά τις αντίξοες συνθήκες που τον πολιορκούν. 

Δε μιμείται το πρότυπό του αλλά το «θαυμάζει αδίστακτα» καθώς μπορεί να διακρίνει μέσα σ' αυτό το πνεύμα του δυτικού μπαρόκ γοητευτικά μπολιασμένο με Μολιερικά γκροτέσκα στοιχεία, την ατμόσφαιρα του νεορομαντισμού ανάμεικτη με τόνους του ιταλικού μελοδράματος, βενετσιάνικα χαρακτηριστικά διασταυρωμένα με παραφράσεις τωνπαραμυθιών της Χαλιμάς.  Τα έργα αυτής της περιόδου, όπως το «Περιβόλι της Κηφισιάς», «Η ψαριανή», «Η κουλουριώτισσα» και οι «Ελληνικές βιοτεχνίες» είναι ενδεικτικά της έντονης ελληνικότητας που διαπνέουν και το μελλοντικό έργο του. Το 1934 φιλοτεχνεί τα σκηνικά της «Ερωφίλης» του Χορτάτση που ανέβασε ο Κουν, εκκινώντας μία πολύχρονη συνεργασία με το μεγάλο αυτό θεατράνθρωπο.  Για πρώτη φορά έγινε τότε χρήση αυθεντικών λαϊκών στοιχείων σε σκηνικά, σε ένα έργο σταθμό στην ελληνική σκηνογραφία. 

Συνεχίζει ζωγραφίζοντας κάποια αφηρημένα μετακυβιστικά έργα εξαιτίας των χρωματικών τους αναζητήσεων. Το 1935 μεταβαίνει στο Παρίσι «για να δει τη νέα εποχή π' αρχίζει και τον παλιό κόσμο να χάνεται».  Εκεί, γνωρίζει και μετέχει στο καλλιτεχνικό κλίμα της εποχής όπου κυριαρχούν ακόμα ο κλασικισμός του Νταβίντ και του Ένγκρ, αλλά και οι πιο πρωτοποριακές τάσεις των Μανέ, Κουρμπέ και Ρενουάρ. Εντυπωσιάζεται από το σουρεαλισμό του Νταλί, γνωρίζεται με τον Ματίς και τον Τζιακομέτι αλλά παράλληλα έρχεται σε επαφή με το έργο του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου, του οποίου παρέμεινε θαυμαστής κι ένας από του καλύτερους σχολιαστές του μέχρι το τέλος της ζωής του.  Το δίλημμα για τον Τσαρούχη εκείνη την περίοδο εστιαζόταν στο να ακολουθήσει την εποχή του χωρίς όμως να απομακρυνθεί από την παράδοση. Το 1936 γυρνάει στην Ελλάδα διαπιστώνοντας, ότι ενώ ήθελε να κάνει έργα σαν του Κουρμπέ, του Ένγκρ ή του Ρενουάρ, η ζωγραφική του θυμίζει περισσότερο Ματίς. Το 1938 πραγματοποιεί την πρώτη ατομική του έκθεση στο κατάστημα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης στην Αθήνα. 
Ήδη πριν από το 1940 ο Τσαρούχη κάνει δύο σπουδές γυμνού από το φυσικό, σημειώνοντας μια απομάκρυνση από τον ανατολίτικο εξπρεσιονισμό και μία διαφορετική ερμηνεία της διδασκαλίας του Κόντογλου, κάνοντας μια στροφή προς τα γεώδη χρώματα και τη λογική της φωτοσκίασης.  Κάποια από τα έργα αυτής της περιόδου είναι «Νέος στο πρόθυρο με φανέλα της ΑΕΚ», «Ο ποδηλάτης» και «Νέος καθιστός μπροστά σε ένα διακοσμητικό φόντο» το οποίο είναι και το τελευταίο έργο όπου παραμένει εμφανής η επίδραση του Σπαθάρη. Με το «Κεφάλι του Ναύτη» που ζωγράφισε επίσης το 1940, εκφράζει την αντίδρασή του σε μια σειρά από κεφάλια ενταγμένα στη νατουραλιστική τεχνοτροπία, που όμως τον είχαν κουράσει. 
Το παράδοξο με τα έργα αυτά είναι ότι ενώ θυμίζουν Ματίς είναι πλασμένα με φως ελληνικό. Το 1940 επιστρατεύθηκε και υπηρέτησε ως μηχανικός. Η αγριότητα της κατοχής κάνει τον Τσαρούχη να αγαπά τα πιο γλυκά και περίτεχνα πράγματα. Οι δύο εικόνες που προοριζόταν για την εικονογράφηση του Απολλώνιου του Μελαχρινού, φανερώνουν το νόημα αυτής της στάσης. Η «Αυτοπροσωπογραφία» την οποία ζωγράφισε στην πρώτη γραμμή του μετώπου, σε ένα χωριό της Αλβανίας είναι το εναρκτήριο έργο αυτής της περιόδου που σημαδεύτηκε από στερήσεις και αντίσταση.  Το 1947 πραγματοποιεί δύο ατομικές εκθέσεις με υδατογραφίες και θεατρικά προσχέδια. Την ίδια χρονιά, κάνει εκ νέου μια στροφή στο παλιότερο ύφος του καθώς απομακρύνεται από τον νατουραλισμό, στον οποίον όμως θα ξαναγυρίσει από το 1953 έως το 1958, εξαιτίας μιας συνεργασίας του με έναν επιχειρηματία.  Τα έργα αυτής της περιόδου («Το Νέον», καφενεία κλπ) διαπνέονται και από μία έντονη τάση προς τη ρωμαίικη τέχνη που είχε χαρακτηρίσει και το προηγούμενο έργο του. Τα περιγράμματα γίνονται τώρα πολύ απλά όπως και τα χρώματά του.
Παράλληλα, το 1951 εκθέτει σε Παρίσι και Λονδίνο.  Το 1953 υπογράφει συμβόλαιο με την Γκαλερί Ιόλας της Νέας Υόρκης.  Το 1956 υπήρξε υποψήφιος για το βραβείο Γκούγκενχάϊμ και το 1958 παίρνει μέρος στη Μπιενάλε της Βενετίας.


Από το 1959 έως το 1962 απομακρύνεται από τη ζωγραφική και κατασκευάζει σκηνικά για τις Όπερες στο Φεστιβάλ της Επιδαύρου, στη Σκάλα του Μιλάνου, στου Κουν για αρχαία κωμωδία κ.ά.   Η ενασχόλησή του με τη σκηνογραφία θα εμπλουτιστεί στο μέλλον από σπουδαίες συνεργασίες όπως αυτή του Εθνικού Λαϊκού Θεάτρου της Γαλλίας, του Θεάτρου Ολύμπικο της Βιτσέντζα και της Ντάλας Σιβίκ Όπερας του Τέξας
Από το 1961 έως το 1967 προσανατολίζεται στη νατουραλιστική όραση με λίγες αναγωγές στον αρχαϊσμό.  Ενδεικτικά αυτής της περιόδου είναι τα «Κεφάλια με μήνες και εποχές», «Πολυθρόνα», «Το καφενείον Νέον το βράδυ, «Ο μήνας Μάης» κ.α.


Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, ο Τσαρούχης βρίσκεται αυτοεξορισμένος στο Παρίσι. Εκεί ερευνά τα υλικά της ζωγραφικής του, παραμένει στη ρωμαίικη τέχνη παίρνοντας όμως και στοιχεία από το νέο περιβάλλον. Το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς του συμπυκνώθηκε σε  μια σειρά από μεγάλες συνθέσεις σε  εσωτερικούς χώρους. «Οι τέσσερις εποχές» με δύο ζεύγη γυναίκες και άντρες, μία άλλη σειρά με τέσσερις εποχές με τέσσερις διαφορετικές γυναίκες, άλλη μία παρόμοια σειρά με μοντέλο ένα νεαρό Γάλλο και στα τέσσερα έργα που την απαρτίζουν, «Η πλατεία Βαντόμ», «Ο τσάμικος και ο ζεϊμπέκικος» με στρατιώτες και ναύτες που χορεύουν, είναι κάποια από τα πολυάριθμα έργα που δημιουργεί  στο νέο του εργαστήριο. Το 1977 ανεβάζει τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη σε δική του απόδοση, διδασκαλία και σκηνογραφία. Ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση βιβλίων, τη μετάφραση και τη συγγραφή βιβλίων για την Τέχνη. Η γαλλική πρωτεύουσα κράτησε τον Τσαρούχη μέχρι το 1980, όταν αποφάσισε να επιστρέψει πάλι στην Ελλάδα, όπου και παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του το 1989. Το 1982 μετατρέπει το σπίτι του στο Μαρούσι σε μουσείο Γ. Τσαρούχη, με έργα της προσωπικής του συλλογής, ενώ ταυτόχρονα λειτουργεί και το Ίδρυμα Τσαρούχη με σκοπό τη διάδοση του έργου του
Παράλληλα, από το 1980 και μετά κυκλοφορεί τα «πολλαπλά» του, μια μέθοδος που είχαν ήδη χειριστεί πολλοί Έλληνες και ξένοι καλλιτέχνες καθώς οι τιμές των έργων τους ήταν πλέον απρόσιτες για ένα μέσο βαλάντιο.  Πρόκειται για μια ειδική κατηγορία έργων που φιλοτέχνησε κατά καιρούς παράλληλα με την άλλη δουλειά του.  Τη διάδοση των έργων του ο Τσαρούχης την θέλησε και την πίστεψε, δεν την επεδίωξε.  Θεωρούσε πως η λειτουργική του προσφορά θα δικαιωνόταν, εάν συνέχιζε να είναι λειτουργικά ζωντανή μέσα στους καθημερινούς χώρους, συντροφιά στις σκέψεις και στα όνειρα των ανθρώπων, που ήταν τα εναύσματα της φαντασίας του και η πάγια απεύθυνσή του. Αυτή η επιθυμία του ευοδώθηκε καθώς τα περισσότερα από τα πολλαπλά του είναι σήμερα εξαντλημένα.


...Μιλούμε συνεχώς για Ανατολή και Δύση ξεχνώντας πάντοτε πόσο βαθιά επίδραση είχε η Ελληνική ζωγραφική τόσο στην Ανατολή όσα και στη Δύση.  Γι αυτό σκέφτηκα συχνά πως τις τέχνες που δεν ακολουθούν το ελληνικό παράδειγμα θα 'πρεπε να τις χαρακτηρίζουμε με το αν είναι προελληνικές ή με το βαθμό που είναι αντιελληνικές, έστω και αν ακολουθούν ελληνικούς τρόπους.Το τι είναι ελληνικό προσπαθούμε και εμείς οι Έλληνες να το μάθουμε όπως και τόσοι άλλοι.  Παράλληλα μ' αυτό ο εξελληνισμός μας είναι παλιότερος και διαφορετικός από τον εξελληνισμό του Δυτικού, που επηρεάζει και εμάς όσο πάει και περισσότερο.  Το να εξελληνιστεί κανείς κατέληξε συχνά σε ιδανικό διεθνές που οδηγεί σε ευγενή συναγωνισμό. Για μας τους Έλληνες αυτό το δυτικό ιδανικό, που κάθε τόσο αδυνατίζει, είναι αδύνατο να είναι ξεχωρισμένο και άσχετο με τον προαιώνιο εξελληνισμό μας, δηλαδή τη συμμετοχή μας στον ελληνιστικό πολιτισμό που συνεχίζεται. Πρέπει να μιλούμε με θάρρος για όλα αυτά για να γλιτώσουμε κάποτε από τη φτηνή προγονοπληξία...
Γιάννης Τσαρούχης, Φθινόπωρο 1974

Οι «μεταμορφώσεις» του καλλιτέχνη
Τα κείμενα και οι θεωρητικές τοποθετήσεις ενός καλλιτέχνη δεν είναι ο ασφαλέστερος οδηγός για την κατανόηση του έργου του, ο τρόπος όμως με τον οποίο ο Γιάννης Τσαρούχης ορίζει την «τεχνοτροπική διαφορά» Ανατολής και Δύσης έχει ιδιαίτερη σημασία για τον σύγχρονο ερευνητή. «Ο ένας τρόπος» σημειώνει ο καλλιτέχνης «βασίζεται στο χρώμα και τους αρμονικούς συνδυασμούς του και στην αναδημιουργία της φόρμας, και μοιραία στον βιασμό της προοπτικής...». 
...«[Ο] άλλος τρόπος προσπαθεί να δώσει αντικειμενικά, σαν ένας καθρέπτης σχεδόν, την πραγματικότητα, δηλαδή σέβεται λίγο ή πολύ την προοπτική». Στο κείμενό της για τον κατάλογο της έκθεσης η κυρία Άννα Καφέτση σωστά επισημαίνει ότι «αν κατά την περίοδο αυτή οι όροι Ανατολή και Δύση ήταν συνώνυμοι με την παράδοση και τη νεωτερικότητα αντίστοιχα, εξετάζοντας το συνολικό έργο του Τσαρούχη διαπιστώνουμε μια αντιστροφή στη χρήση τους». Πράγματι, ο όρος «Ανατολή» λειτουργεί ­ για εμάς σήμερα ­ ως μεταφορά του μοντέρνου και ο όρος «Δύση» ταυτίζεται με το σχέδιο, την κλασική προοπτική και τη μιμητική λειτουργία της εικόνας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα άρθρωσης του ζωγραφικού χώρου με βάση το χρώμα ως αυτόνομη εκφραστική αξία αποτελεί η ιδιαίτερα σημαντική περίοδος του 1936-39 («Νέος με άσπρα λινά», 1937, «Μελαχρινός νέος καθιστός με πανωφόρι», 1937). Στα έργα της περιόδου αυτής, η οποία, όχι τυχαία, ακολουθεί την πρώτη επίσκεψη του καλλιτέχνη στο Παρίσι, οι εμπειρίες της «Ανατολής» (νεοβυζαντινή ζωγραφική, ρεκλάμες του θεάτρου των Σκιών, λαϊκή τοιχογραφία) διασταυρώνονται γόνιμα με προσωπικές αναγνώσεις του έργου του Manet, του Leger και του Matisse. Η «δυτική» τεχνοτροπία, η οποία ουσιαστικά παρακολουθεί την ιλουζιονιστική τεχνική της ελληνιστικής ζωγραφικής ­ και κυρίως την παράδοση των μεγάλων στυλ της Ευρώπης ­, ιχνηλατείται από τον Τσαρούχη στο τέλος του Μεσοπολέμου, χρησιμοποιείται στη συνέχεια παράλληλα με τη «χρωματική» ή «ανατολίτικη» τεχνοτροπία, για να φθάσει βαθμιαία στο απόγειό της κατά τα μέσα με τέλη της δεκαετίας του '70


Αναφορά στο... παρελθόν 
Ωστόσο η επαφή του Τσαρούχη με τη μοντέρνα αισθητική δεν υπήρξε για αυτόν καταλυτικό βίωμα, αλλιώς δεν εξηγείται η βαθμιαία σύνδεσή του με τις έγνοιες του καλού «μετιέ» και το σύστημα απεικόνισης των μεγάλων στυλ της προμοντέρνας Ευρώπης. Έργα εμπνευσμένα από τον Caravaggio ή τον Vermeer, όπως π.χ. «Η Αντιγραφή του Τισιάνου» (1971) ή η σπουδή για «Το Γράμμα» (1979) προβληματίζουν όχι ακριβώς για την αναφορά τους στην τέχνη του παρελθόντος, αλλά για τον τρόπο και κυρίως τον σκοπό για τον οποίο γίνεται η συγκεκριμένη αναφορά. 
Ο Τσαρούχης δεν μεταγράφει σε μοντέρνες παραλλαγές τους παλιούς, όπως το έκανε ο Picasso τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του, ούτε τους μιμείται μαθητικά κάνοντας απλώς κακή ζωγραφική, όπως συνέβη με την όψιμη περίοδο της καλλιτεχνικής πορείας του De Chirico. Η στυλιστική περιπλάνηση της τελευταίας εικοσαετίας δεν έχει επίσης σχέση με την παρωδιακή περιήγηση στις τεχνοτροπίες της παράδοσης που επιχείρησε ­ κατά τη διάρκεια του '80 ­ ο λεγόμενος μεταμοντερνισμός.



...Θα ρωτήσει κανείς τι ψάχνω. Από μικρό παιδί ήθελα να μάθω τι είναι η ζωγραφική που τόσο με τραβούσε. Πώς γίνεται και πώς τη μαθαίνει κανείς. Για να μάθω τα μυστικά της έχασα την πρωταρχική έλξη που εξασκούσε επάνω μου, για να δημιουργήσω αρχίζοντας από το μηδέν μια νέα έλξη γι' αυτή. Ημουν κι έμεινα ένας ερευνητής και ένας μαθητής, νομίζω όχι πάντα πολύ επιμελής...
Γιάννης Τσαρούχης

Ο Γιάννης Τσαρούχης, εκτός από ζωγράφος, υπήρξε σκηνοθέτης, σκηνογράφος, ενδυματολόγος, συγγραφέας και μεταφραστής αρχαίων τραγωδιών. Το χιούμορ και η ευρυμάθειά του φαίνονται στις αποφθεγματικές του φράσεις και στις διηγήσεις του. 

Μόνο με παραμύθια κατακτώνται οι άνθρωποι.
Γ. ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ “ΩΣ ΣΤΡΟΥΘΙΟΝ ΜΟΝΑΖΟΝ ΕΠΙ ΔΩΜΑΤΟΣ”

Ο Έλληνας έχασε ένα μεγάλο κίνητρο που είχε στη ζωή του. Την πείνα. Τώρα τρώει και όλοι έχουν κοιλιά και στομάχι. Λοιπόν δεν μπορεί να έχουν τη δραστηριότητα που είχανε ως πεινασμένοι. Ό,τι μεγάλο έκανε η Ελλάς -είτε από φιλοσόφους είτε από απλούς ανθρώπους- το έκανε από την πείνα. Ο Έλληνας φαγωμένος γίνεται ένα αποκτηνωμένο ζώο. Η πείνα πρέπει να γίνει σήμερα δίαιτα.
Γ. ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ “ΛΙΘΟΝ ΟΝ ΑΠΕΔΟΚΙΜΑΣΑΝ ΟΙ ΟΙΚΟΔΟΜΟΥΝΤΕΣ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Ελευθερία είναι να κάνεις αυτό που θεωρείται κακό και μη επιτρεπόμενο και οι άνθρωποι να το παραδέχονται.
Γ. ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ “ΛΙΘΟΝ ΟΝ ΑΠΕΔΟΚΙΜΑΣΑΝ ΟΙ ΟΙΚΟΔΟΜΟΥΝΤΕΣ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Φιλία είναι η συμφωνία δύο ανθρώπων εναντίον όλου του κόσμου.
“ΤΑ ΓΝΩΜΙΚΑ ΤΟΥ ΤΣΑΡΟΥΧΗ” Εκδόσεις ΒΟΥΡΚΑΡΙΑΝΗ (αντιγραφή από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού)

Και τα πιο άφθαρτα πράγματα γίνονται φθαρτά αν δεν τα ζωογονεί η πίστη.
Γ. ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ “ΩΣ ΣΤΡΟΥΘΙΟΝ ΜΟΝΑΖΟΝ ΕΠΙ ΔΩΜΑΤΟΣ”
Γιάννης Τσαρούχης “Οι 4 εποχές”

Μια κυρία του ζητούσε να ζωγραφίσει το πορτρέτο του γιου της. Μέσα στην ίδια αμοιβή ζητούσε κι ένα ναύτη. Ήταν πολύ φθηνά. “Όχι”, της είπε. “Με την τιμή αυτή δεν μπορώ να σας δώσω κι ένα ναύτη επιπλέον. Θα ζωγραφίσω το γιο σας όμως σαν ναύτη”.
Μια άλλη Αθηναία συλλέκτρια του ζητούσε φορτικά να ζωγραφίσει τα μέλη της οικογένειάς της ως τις τέσσερις εποχές. Εκείνη ως φθινόπωρο, το σύζυγό της ως χειμώνα και τις κόρες της ως καλοκαίρι και άνοιξη. Μια μέρα, που υπήρχε αρκετή αναστάτωση στο Μαρούσι, επειδή θα ταξιδεύαμε (όταν επρόκειτο να ταξιδέψει, ο Τσαρούχης, κυριευόταν από άγχος) χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσα κι ήταν αυτή. Ρωτούσε αν ο κύριος Τσαρούχης είχε αποφασίσει για τη σύνθεση. “Είναι η κυρία…”, είπα, “και ρωτά τι κάνατε με την ιδέα των εποχών. Ρωτά αν θα τη ζωγραφίσετε ως φθινόπωρο”. “Πες της ότι αυτή μόνο ως θεομηνία μπορώ να την κάνω”.
ΑΛΕΞΙΟΣ ΣΑΒΒΑΚΗΣ “ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Η αγάπη των άλλων είναι μια συνέπεια φυσική που απλώς σου δείχνει πως η αγάπη σου, δηλαδή η δύναμή σου, είναι αλώβητη. Μ’ αγαπάνε σημαίνει μπορώ ν’ αγαπώ.
Γ. ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ “ΜΑΤΗΝ ΩΝΕΙΔΙΣΑΝ ΤΗΝ ΨΥΧΗΝ ΜΟΥ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Είναι αγών ο έρωτας. Αγών επικρατήσεως.
Γ. ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ “ΛΙΘΟΝ ΟΝ ΑΠΕΔΟΚΙΜΑΣΑΝ ΟΙ ΟΙΚΟΔΟΜΟΥΝΤΕΣ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
 


Στην Ελλάδα ζούμε πολυτελέστερα απ’ όσο μας επιτρέπουν τα μέσα μας, πέρα από τις οικονομικές μας δυνατότητες και τις ψυχικές μας ικανότητες. Αυτό ήδη μας δημιουργεί προβλήματα και θα μας προξενήσει μεγάλο κακό.
Γ. ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ “ΛΙΘΟΝ ΟΝ ΑΠΕΔΟΚΙΜΑΣΑΝ ΟΙ ΟΙΚΟΔΟΜΟΥΝΤΕΣ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ (από συνομιλία του Γ. Τσαρούχη με τον Γιώργο Πηλιχό, “ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ” 14/2/1988)

Ο Γιάννης Τσαρούχης έλεγε ότι “δεν ήταν ο ίδιος που είχε πει τη φράσηστην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις, αλλά ήταν ο ηθοποιός Τζαβαλάς Καρούσος που την πρωτοξεστόμισε, ενώ ο ίδιος τη διέδωσε απλά όπως ο Απόστολος Παύλος”.
ΘΑΝΑΣΗΣ Θ. ΝΙΑΡΧΟΣ από άρθρο του στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (12/9/2009)

“Κανείς δεν τα ήθελε ούτε για χάρισμα”
Δε σταμάτησαν ποτέ να ζητούν να αγοράσουν έργα του άνθρωποι λιγότεροι ή περισσότερο πλούσιοι. Αυτό τον δυσαρεστούσε και του έφερνε μελαγχολικές σκέψεις. “Τρομάζω”, έλεγε, “γιατί δεν είναι πολύ πίσω ο καιρός που κανείς δεν τα ήθελε ούτε για χάρισμα. Δεν καταλαβαίνω τι μεσολάβησε. Φαίνεται ότι, όπως σπάνε πιάτα στα μπουζούκια, θέλουν να αγοράσουν και ένα έργο μου”. Για να τους αποφύγει, ζητούσε εξωφρενικές τιμές. Δεν είχε όμως υπολογίσει τι βιτσιόζοι είναι οι νεόπλουτοι Έλληνες. Οι μεγάλες τιμές τούς διέγειραν περισσότερο. Λυπόταν που είχε γίνει ένα είδος μόδας και τα έργα του πωλούνταν τόσο ακριβά, που κι ο ίδιος, όπως έλεγε, δεν μπορούσε πια να τα αγοράσει. Αντιπαθούσε τους συλλέκτες που αγοράζουν έργα του και τα φυλακίζουν χωρίς να μπορεί κανείς να τα δει.
ΑΛΕΞΙΟΣ ΣΑΒΒΑΚΗΣ “ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 
 

Γιάννης Τσαρούχης “Σκεπτόμενος”

Είναι οδυνηρό, για να σε εκτιμήσουν, να προσπαθείς να κάνεις πράγματα που να αρέσουν σε ανθρώπους που δεν εκτιμάς.
“ΤΑ ΓΝΩΜΙΚΑ ΤΟΥ ΤΣΑΡΟΥΧΗ” Εκδόσεις ΒΟΥΡΚΑΡΙΑΝΗ (αντιγραφή από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού)

Ποτέ δεν υπήρξε μια εποχή που οι άνθρωποι ήταν τόσο δύσθυμοι και μελαγχολικοί. Άλλωστε, αυτό εξηγεί από μία άποψη την τρομερή και μέχρις αηδίας οργάνωση της ευθυμίας. Καμιά εποχή δεν είχε οργανώσει τόσο πολύ την ευθυμία όσο η δική μας. Σε καμιά εποχή δεν έπαιζε πρωί πρωί στα σπίτια το ραδιόφωνο εύθυμες μουσικές, για να ξυπνήσουν οι άνθρωποι μελαγχολικοί και σχεδόν έτοιμοι να αυτοκτονήσουν.
Γ. ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ “ΜΑΤΗΝ ΩΝΕΙΔΙΣΑΝ ΤΗΝ ΨΥΧΗΝ ΜΟΥ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Το μέρος που κυριολεκτικά συχνάζαμε στο Παρίσι ήταν το Λούβρο. “Εδώ μέσα”, έλεγε, “είναι οι καλύτεροί μου φίλοι”. Γνώριζε και την τελευταία γωνιά του μουσείου. Σταματούσαμε ακόμα και με ψώνια στα χέρια για να μπει και να σημειώσει κάτι στα βιαστικά. “Μα τώρα;” δυσανασχετούσα εγώ. “Τώρα”, απαντούσε, συμπληρώνοντας ότι η χειρότερη ελληνική αρρώστια είναι η αναβλητικότης. Και έμπαινε να ανανεώσει τη ματιά του στο μαύρο φόντο του Βαν Ντάικ ή στο κιαροσκούρο του Τιτσιάνο. Έτσι σχηματιζόταν βέβαια της τέχνης του η περιοχή, όπως λέει ο ποιητής.
Από τις πιο οικείες αίθουσες ήταν αυτή με τα πορτρέτα Φαγιούμ. Τα ήξερε όλα με τα ονόματά τους: Λεύκιος, Δημήτριος, Αμμώνιος, Μελάνθιος, Αρτεμίδωρος, Φιλοκλής. Είχε έντονες αντιρρήσεις για το φωτισμό και γενικά για την παρουσίασή τους.
ΑΛΕΞΙΟΣ ΣΑΒΒΑΚΗΣ “ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ

Γιάννης Τσαρούχης “Ποδηλάτης μεταμφιεσμένος σε τσολιά, μ’ ένα ναό δεξιά κάτω”
(1936) Ίδρυμα Γ. Τσαρούχη

“Ο Τσόγτσιλ και η καγαβάνα”
Ο Λυκούργος Καλλέργης θυμάται μια συνομιλία του με τον Τσαρούχη κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-41, όταν και οι δύο υπηρετούσαν ως στρατιώτες:
Ο Τσαρούχης όμως ήταν απόμακρος, δεν πίστευε τίποτε απ’ όλα αυτά. Κρυφογελούσε σαρκάζοντας. Δεν πίστευε καθόλου πως η ζωή θ’ αλλάξει, ότι οι άνθρωποι θα γίνουν καλύτεροι, ότι θα σταματήσουν οι πόλεμοι. “Μα είναι δυνατό, Γιάννη”, του ‘λεγα εγώ, “είναι δυνατό να μην πιστεύεις ότι ο κόσμος θ’ αλλάξει ύστερα απ’ αυτό τον ολέθριο πόλεμο, ύστερα απ’ αυτόν το χαλασμό και την κοσμογονία; Δεν πιστεύεις ότι η ζωή θα γίνει καλύτερη, ότι οι σύμμαχοι θα συνεργαστούν για ν’ απαλλάξουν την ανθρωπότητα από την αθλιότητα, τη δυστυχία, την κοινωνική ανισότητα και τα δεινά των πολέμων;” “Μα για ποιους συμμάχους μου μιλάς, Λυκούγο; Ποιοι είναι αυτοί οι καλοθελητές και ομοφγονούντες σύμμαχοι, που θ’ απαλλάξουν την ανθγωπότητα από τα δεινά, για τα οποία και αυτοί οι ίδιοι είναι υπεύθυνοι;” “Μα είναι οι σύμμαχοί μας, Γιάννη μου”, του λέω εγώ. “Οι σύμμαχοί μας ενάντια στο φασισμό!” “Ποιοι είναι αυτοί οι σύμμαχοι; Ονόμασέ τους”. “Μα ο Τσόρτσιλ, ο Ρούζβελτ και ο Στάλιν”, του απαντώ. “Αχ, Καλλέγη, πόσο είσαι αφελής”, μου λέει. “Μου μιλάς για τον Τσόγτσιλ! Μα αγαπητέ μου, αν ο Τσόγτσιλ ήτανε τώγα εδώ κοντά μας και ετούτος ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει, ξέγεις τι θα σου ‘λεγε;” “Τι θα μου ‘λεγε;” “Θα σου ‘λεγε: Βγε Καλλέγη, δώσε μου την καγαβάνα σου να φάω για να μη λεγώσω τη δικιά μου. Κι ούτε καν θα σε παγακαλούσε. Και θα σου άνοιγε στα γήγογα ένα καινούγιο μέτωπο, κι εσύ θα ήσουν πάλι στην πγώτη γαμμή να πολεμάς, ενώ ο Τσόγτσιλ, αφού θα είχε ντεγλικώσει με την καγαβάνα σου, θα κάπνιζε μακάγια το πούγο του σε κάποιο παλάτι στο Λονδίνο. Κάτι ανάλογο θα μπογούσαν να σου ζητήσουν και οι άλλοι σύμμαχοι, και ο Γούζβελτ και ο Στάλιν. Όλοι αυτοί, κατά κανόνα, την καγαβάνα τους ποτέ δεν τη λεγώνουν”. Αυτός ήταν ο Τσαρούχης. Με μια αλληγορία και δυο καυτά λόγια ξόφλησε τη μεγάλη και τρανή συμμαχία των Μεγάλων, που τόσες και τόσες προσδοκίες κι ελπίδες στήριξε σ’ αυτήν η ανθρωπότητα και ιδιαίτερα η χώρα μας. Αυτή είναι μια από τις πιο ζωντανές μνήμες που μου έμειναν από το έπος της Αλβανίας. Το δυστύχημα είναι ότι ο Τσαρούχης βγήκε δικαιωμένος.
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ “ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ” Εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ

Γιάννης Τσαρούχης “Νέος με άσπρα λινά”

Στην Ελλάδα όλα γίνονται όπως θέλουν οι μέτριοι. 
Γ. ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ “ΩΣ ΣΤΡΟΥΘΙΟΝ ΜΟΝΑΖΟΝ ΕΠΙ ΔΩΜΑΤΟΣ”

Η μετριότητα κατάντησε να είναι κάτι το απαραίτητο! Η μετριότητα και η καπατσοσύνη!
Γ. ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ “ΛΙΘΟΝ ΟΝ ΑΠΕΔΟΚΙΜΑΣΑΝ ΟΙ ΟΙΚΟΔΟΜΟΥΝΤΕΣ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Αρετές μας είναι τα ελαττώματά μας που τα παραδεχτήκαμε.
“ΤΑ ΓΝΩΜΙΚΑ ΤΟΥ ΤΣΑΡΟΥΧΗ” Εκδόσεις ΒΟΥΡΚΑΡΙΑΝΗ (αντιγραφή από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού)

Χρειάζεται η θεία αφέλεια για να βρεις μέσα σου την αλήθεια.
Γ. ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ “ΛΙΘΟΝ ΟΝ ΑΠΕΔΟΚΙΜΑΣΑΝ ΟΙ ΟΙΚΟΔΟΜΟΥΝΤΕΣ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Δεν ζητώ ανθρώπους να σκέφτονται σαν εμένα, αλλά να κάνουν σκέψεις συμπληρωματικές των δικών μου.
Γ. ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ “ΛΙΘΟΝ ΟΝ ΑΠΕΔΟΚΙΜΑΣΑΝ ΟΙ ΟΙΚΟΔΟΜΟΥΝΤΕΣ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Το ίδιο εκείνο πρωί της 21ης Απριλίου βγαίνοντας, είδε τα τανκ στους δρόμους και νόμισε στην αρχή πως ο Γαβράς γύριζε τη νέα του ταινία. Έφυγε προτού προλάβει να χαρεί το νεόκτιστο σπίτι στο Μαρούσι. “Μα πού πας; Φεύγεις τώρα που απέκτησες σπίτι;” του είπε ο φίλος του Ντίνος Δοξιάδης. “Απέκτησα σπίτι αλλά έχασα το οικόπεδο”, του απάντησε ο Τσαρούχης.
ΑΛΕΞΙΟΣ ΣΑΒΒΑΚΗΣ “ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Γιάννης Τσαρούχης “Το μαρτύριο του Αγίου Σεβαστιανού”

Ένα μόνο έχω να συμβουλεύσω τους νεότερους: να πειθαρχούν στην πίστη τους, αφού προηγουμένως την ανακαλύψουν.
Γ. ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ “ΜΑΤΗΝ ΩΝΕΙΔΙΣΑΝ ΤΗΝ ΨΥΧΗΝ ΜΟΥ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

“Ο μοναδικός θεατής”
Το 1920 ο Τσαρούχης ήταν 10 χρονών.
Το 1920 αποφάσισα στο σπίτι της θείας μου Μεταξά, όπου έμενα (λόγω ταξιδιού της μητέρας μου στην Ελβετία, για λόγους υγείας της αδελφής μου), να δημιουργήσω ένα θέατρο και πρώτο έργο ήταν η Αντιγόνη. Το θέατρο αυτό ήταν μια μεγάλη τρισδιάστατη μακέτα χωρίς πάτωμα, όπου μπορούσαν ντεκουπαρισμένες φιγούρες να κινηθούν όπως στον Φασουλή. (…)
Τα κοστούμια έφτιαχνα εκείνη την ώρα με βάση τις φιγούρες και τα σκηνικά. Μοναδικός θεατής ήταν ο αδελφός μου Μάριος τον οποίο συχνά έδενα με σκοινιά στην καρέκλα του για να μη φύγει και δεν δει το θέαμα.
ΑΛΕΞΙΟΣ ΣΑΒΒΑΚΗΣ “ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Ο λόγος, η γλώσσα, η φωνή – αντίδοτα στο θάνατο και στη δυστυχία.
“ΤΑ ΓΝΩΜΙΚΑ ΤΟΥ ΤΣΑΡΟΥΧΗ” Εκδόσεις ΒΟΥΡΚΑΡΙΑΝΗ (αντιγραφή από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού)

Το εξαιρετικό άτομο άλλοτε ετιμάτο και εξυπηρετούσε το σύνολο! Σήμερα το εξαιρετικό άτομο κρίνεται από το σύνολο των μέτριων ανθρώπων και μπαίνει σε μια κλίνη του Προκρούστη και κονταίνει. Το “γιατί εσύ και όχι εγώ”, είναι το συνηθισμένο που ακούει κανείς σήμερα.
Γ. ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ “ΛΙΘΟΝ ΟΝ ΑΠΕΔΟΚΙΜΑΣΑΝ ΟΙ ΟΙΚΟΔΟΜΟΥΝΤΕΣ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Γιάννης Τσαρούχης “Μάθημα βυζαντινής τέχνης” (1965)
                                                        
Σας παραπέμπω στη Διοτίμα του Συμποσίου του Πλάτωνα – τα λέει πολύ καλά. Η Πενία και ο Πλούτος, καλεσμένοι, σ’ ένα γάμο μεθύσανε και ο Πλούτος ξεμονάχιασε την Πενία και καρπός αυτής της ενώσεως υπήρξε ο Έρωτας. Γι’ αυτό ο έρωτας είναι φτώχεια και ζητιανιά και συγχρόνως αίσθηση μεγάλη πλούτου.
Γ. ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ “ΜΑΤΗΝ ΩΝΕΙΔΙΣΑΝ ΤΗΝ ΨΥΧΗΝ ΜΟΥ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Στην Ελλάδα βλέπουμε μόνο τη δυσάρεστη και την αδύνατη πλευρά κάθε πράγματος. Όλοι ξέρουν το τι δε γίνεται και, ικανοποιημένοι με την απαισιόδοξη γνώμη τους, κατηγορούν κάθε άνθρωπο που έχει δράση και προσπαθεί να κάνει κάτι τι.
Υπάρχουν και οι τρελοί που παίρνουν στα σοβαρά την Ελλάδα και αγνοούν τις απαισιόδοξες γνώμες και φτάνουν στο αδύνατο και στο ακατόρθωτο, χάνοντας την εκτίμηση των απαισιόδοξων και αυτών που γνωρίζουν τα πάντα.
Γ. ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ “ΛΙΘΟΝ ΟΝ ΑΠΕΔΟΚΙΜΑΣΑΝ ΟΙ ΟΙΚΟΔΟΜΟΥΝΤΕΣ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Η τέχνη δεν είναι απασχόληση, δεν είναι για να περνάς την ώρα σου. Είναι η θρησκεία του ζωντανού και αιώνιου πάθους.
Γ. ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ “ΑΓΑΘΟΝ ΤΟ ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΣΘΑΙ”

Η αδελφή του, Αγγελική Τσαρούχη, πέθανε άγαμη το 1970. Εκείνος το ‘μαθε στο Παρίσι, αλλά δεν μπόρεσε να έρθει στην Αθήνα για την κηδεία. “Στη θλίψη μου μέσα” μου έχει πει, “έμπαινα στο μετρό κι όπου πήγαινε. Έτσι, χωρίς να πηγαίνω πουθενά, σκεπτόμουν τη μητέρα μου που ήταν δεμένη πολύ μαζί της. Δεν είχα το κουράγιο ούτε στο τηλέφωνο να της μιλήσω. Της έγραψα ένα γράμμα πως μόνο ο Χριστός μπορεί να την παρηγορήσει γι’ αυτό”. Ήταν πολύ γριά τότε, ενενήντα τριών ετών. Την είδε τον επόμενο χρόνο που ήρθε στην Ελλάδα. “Παιδί μου”, του είπε, “θέλω να πεθάνω, αλλά ας περάσουν τρία χρόνια. Δε θέλω να την ενοχλήσω την αδελφή σου μέσα στον ίδιο τάφο”. Να από πού έπαιρνε ο Τσαρούχης τα πρότυπα για τις Εκάβες και τις Κασσάνδρες. Ήταν πρόσωπα που τα ήξερε στη ζωή και γι’ αυτό μπορούσε να τα αποδώσει στο θέατρο. Εκείνη πέθανε τον Ιούλιο του 1973. Ο ίδιος είχε έρθει στην Ελλάδα μόλις πριν από λίγες μέρες.
ΑΛΕΞΙΟΣ ΣΑΒΒΑΚΗΣ “ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Είναι ο νόμος της φύσεως – όποιος δεν παραδέχεται τις επιθυμίες του, να φανατίζεται με τις επιθυμίες των άλλων.
Γ. ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ “ΛΙΘΟΝ ΟΝ ΑΠΕΔΟΚΙΜΑΣΑΝ ΟΙ ΟΙΚΟΔΟΜΟΥΝΤΕΣ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ 

“Η Παναγία της Νίκης”
Κατά τη διάρκεια του πολέμου με τους Ιταλούς ο Γ. Τσαρούχης -ο οποίος υπηρετούσε ως στρατιώτης- ζωγράφισε στο καπάκι ενός κιβωτίου ρέγκας την Παναγία της Νίκης:
Ο διοικητής εζήτησε να δει την εικόνα. Ήταν μακριά η σκηνή και έστειλε έναν μοτοσυκλετιστή εξαιρετικά ωραίο και πολύ μάγκα, για να με κουβαλήσει εκεί που έμενε. Επήρα την εικόνα μαζί μου και καβάλησα τα καπούλια της μοτοσυκλέτας. Καθώς πηγαίναμε προς τον διοικητή, έφραξαν σχεδόν τον δρόμο Έλληνες στρατιώτες από την Άρτα, που είχαν στρατοπεδεύσει εκεί κι είχαν πληροφορηθεί για την ύπαρξη της εικόνας. Ήδη το ταπεινό μου έργο, που δεν είχε στεγνώσει ακόμα, είχε αποκτήσει την φήμη θαυματουργής εικόνας και οι στρατιώτες οι Αρτινοί, σε έξαλλη θρησκευτική έκσταση, απαιτούσαν η θαυματουργή εικόνα να μείνει ένα βράδυ τουλάχιστον στην κατασκήνωσή τους. Άκουγες φωνές, από παντού. Όλοι οι στρατιώτες φωνάζανε: “Η Παρθένα, η Παρθένα. Να την αφήσετε μια βραδιά”. Εκείνη την ώρα βάρεσε συναγερμός, δηλαδή ένας στρατιώτης με μια σάλπιγγα τυλιγμένη με ιμάντες από γκέτες από χακί ύφασμα εσάλπισε. Εγώ και ο μοτοσυκλετιστής πέσαμε μπρούμυτα σύμφωνα με τις διαταγές που είχαμε. Κανένας Αρτινός δεν έκανε το ίδιο. “Βρε συνάδελφε”, μου είπε ένας, “βαστάς την Παρθένα και φοβάσαι;”
Γ. ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ “ΜΑΤΗΝ ΩΝΕΙΔΙΣΑΝ ΤΗΝ ΨΥΧΗΝ ΜΟΥ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Η ζωή είναι τόσο θαυμαστό πράγμα, ώστε η τιμή της είναι το μυστήριο του θανάτου.
“ΤΑ ΓΝΩΜΙΚΑ ΤΟΥ ΤΣΑΡΟΥΧΗ” Εκδόσεις ΒΟΥΡΚΑΡΙΑΝΗ (αντιγραφή από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού)

“Ειρήνηηηη! Ειρήνηηηη!”
Ο Λυκούργος Καλλέργης θυμάται πώς έζησε μαζί με τον Τσαρούχη το τέλος του ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-41:
Ήταν παραμονές του Πάσχα – Απρίλης του 1941. Ζούσαμε μέσα σ’ εκείνη τη σπηλιά, σαν κυνηγημένα απ’ το λύκο πρόβατα, που ξέκοψαν απ’ το κοπάδι τους, τρώγοντας ό,τι απομεινάρια είχαμε στα σακίδιά μας και απ’ αυτά που αρπάξαμε από τις αποθήκες της επιμελητείας. Ύστερα από δυο τρεις μέρες -δεν θυμάμαι καλά- ένα πρωινό ανοιξιάτικο, ακούσαμε ξάφνου από μακριά, κάτω στον κάμπο, μια βροντερή φωνή ανθρώπου σ’ έξαλλη κατάσταση να κραυγάζει: “Ειρήνηηη!… Ειρήνηηηη!… Αδέλφιααα, έγινε Ειρήνηηηη!… Τέλειωσε ο πόλεμοοος!… Σαστισμένοι πεταχτήκαμε όλοι έξω απ’ τη σπηλιά. Ο άνθρωπος κάτω στον κάμπο συνέχιζε να φωνάζει: “Ειρήνηηη!… Ειρήνηηηη!…” Τότε συνειδητοποιήσαμε τι είχε συμβεί: Υπογράφηκε ειρήνη!… Ο πόλεμος τέλειωσε! Τέλειωσε!… Ανάστατοι, κλαίγοντας, αγκαλιαζόμασταν και φιλιόμασταν!… Έπειτα, έξαλλοι από αγαλλίαση, ορμήσαμε στον κατήφορο σαν ένα σώμα και κατρακυλώντας φτάσαμε όλοι μαζί σ’ ένα εκκλησάκι στους πρόποδες του βουνού. Κάποιος άνοιξε την πόρτα κι όλοι μαζί, στριμώχνοντας ο ένας τον άλλο, χωθήκαμε μέσα. Νιώσαμε σαν να είχαμε λυτρωθεί από ένα βραχνά, από ένα όνειρο εφιαλτικό. Και ξαφνικά ο Τσαρούχης άρχισε να ψέλνει με μια φωνή εκ βαθέων το: “Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια, ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια…” Τότε αρχίσαμε όλοι να ψέλνουμε με έξαρση το δοξαστικό τροπάριο, παρασυρμένοι από την καλλικέλαδη φωνή του Τσαρούχη. Ήταν κάτι σαν μυσταγωγία. Ήταν κάτι λυτρωτικό, σαν αποκάθαρση, σαν Ανάσταση!… Ήταν άλλωστε κοντά το Πάσχα. Και πραγματικά, ο Τσαρούχης στη συνέχεια έψαλε το: “Χριστός ανέστη εκ νεκρών!…” Και όλοι μαζί τον ακολούθησαν με την ίδια έξαρση. Σιγά σιγά συνήλθαμε, ειρηνέψαμε, κι έτσι πανηγυρικά, ελεύθεροι και λυτρωμένοι, “έμπλεοι αγαλλιάσεως”, υποδεχτήκαμε την υπογραφή της “ειρήνης”. Ποιας ειρήνης! Δεν φανταζόμασταν τα δεινά που θ’ ακολουθούσαν!
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ “ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΑΡΑΧΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ” Εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ
Κοτίτσας Δημήτρης
 Λαβός Νίκος